( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
zhgënjim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η απογοήτευση | οι απογοητεύσεις |
γενική | της απογοήτευσης / απογοητεύσεως | των απογοητεύσεων |
αιτιατική | την απογοήτευση | τις απογοητεύσεις |
κλητική | απογοήτευση | απογοητεύσεις |
[cite]