απογοήτευση


απογοήτευση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

zhgënjim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απογοήτευση οι απογοητεύσεις
γενική της απογοήτευσης / απογοητεύσεως των απογοητεύσεων
αιτιατική την απογοήτευση τις απογοητεύσεις
κλητική απογοήτευση απογοητεύσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *