αποστολή


αποστολή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

dërgesë
mision
qëllim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αποστολή οι αποστολές
γενική της αποστολής των αποστολών
αιτιατική την αποστολή τις αποστολές
κλητική αποστολή αποστολές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *