(επίθετο – mbiemër)
kompetent
specialist
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αρμόδιος | αρμόδια | αρμόδιο |
γενική | αρμόδιου | αρμόδιας | αρμόδιου |
αιτιατική | αρμόδιο | αρμόδια | αρμόδιο |
κλητική | αρμόδιε | αρμόδια | αρμόδιο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αρμόδιοι | αρμόδιες | αρμόδια |
γενική | αρμόδιων | αρμόδιων | αρμόδιων |
αιτιατική | αρμόδιους | αρμόδιες | αρμόδια |
κλητική | αρμόδιοι | αρμόδιες | αρμόδια |
[cite]