(επίθετο – mbiemër)
i pashoqëruar
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ασυνόδευτος | ασυνόδευτη | ασυνόδευτο |
γενική | ασυνόδευτου | ασυνόδευτης | ασυνόδευτου |
αιτιατική | ασυνόδευτο | ασυνόδευτη | ασυνόδευτο |
κλητική | ασυνόδευτε | ασυνόδευτη | ασυνόδευτο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ασυνόδευτοι | ασυνόδευτες | ασυνόδευτα |
γενική | ασυνόδευτων | ασυνόδευτων | ασυνόδευτων |
αιτιατική | ασυνόδευτους | ασυνόδευτες | ασυνόδευτα |
κλητική | ασυνόδευτοι | ασυνόδευτες | ασυνόδευτα |
[cite]