ατσάλι Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ατσάλι https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ατσάλι.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) çelik ενικός πληθυντικός ονομαστική το ατσάλι τα ατσάλια γενική του ατσαλιού των ατσαλιών αιτιατική το ατσάλι τα ατσάλια κλητική ατσάλι ατσάλια [cite]