(επίθετο – mbiemër)
i vetëkënaqur
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αυτάρεσκος | αυτάρεσκη | αυτάρεσκο |
γενική | αυτάρεσκου | αυτάρεσκης | αυτάρεσκου |
αιτιατική | αυτάρεσκο | αυτάρεσκη | αυτάρεσκο |
κλητική | αυτάρεσκε | αυτάρεσκη | αυτάρεσκο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αυτάρεσκοι | αυτάρεσκες | αυτάρεσκα |
γενική | αυτάρεσκων | αυτάρεσκων | αυτάρεσκων |
αιτιατική | αυτάρεσκους | αυτάρεσκες | αυτάρεσκα |
κλητική | αυτάρεσκοι | αυτάρεσκες | αυτάρεσκα |
[cite]