γαιοσκώληκας


γαιοσκώληκας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

gëlistër
krimb toke

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο γαιοσκώληκας / γεωσκώληκας οι γαιοσκώληκες / γεωσκώληκες
γενική του γαιοσκώληκα / γεωσκώληκα των γαιοσκωλήκων / γεωσκωλήκων
αιτιατική το γαιοσκώληκα / γεωσκώληκα τους γαιοσκώληκες / γεωσκώληκες
κλητική γαιοσκώληκα / γεωσκώληκα γαιοσκώληκες / γεωσκώληκες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *