φάντασμα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φάντασμα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φάντασμα.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) fantazmë ενικός πληθυντικός ονομαστική το φάντασμα τα φαντάσματα γενική του φαντάσματος των φαντασμάτων αιτιατική το φάντασμα τα φαντάσματα κλητική φάντασμα φαντάσματα [cite]