φέρετρο


φέρετρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

arkivol

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φέρετρο τα φέρετρα
γενική του φερέτρου & φέρετρου των φερέτρων & φέρετρων
αιτιατική το φέρετρο τα φέρετρα
κλητική φέρετρο φέρετρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *