φαντασία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φαντασία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φαντασία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) fantazi imagjinatë ενικός πληθυντικός ονομαστική η φαντασία οι φαντασίες γενική της φαντασίας των φαντασιών αιτιατική τη φαντασία τις φαντασίες κλητική φαντασία φαντασίες [cite]