( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
shtyllë dritash në rrugë
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο φανοστάτης | οι φανοστάτες |
γενική | του φανοστάτη | των φανοστατών |
αιτιατική | το φανοστάτη | τους φανοστάτες |
κλητική | φανοστάτη | φανοστάτες |
[cite]