( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
gardh
(και φράχτης)
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο φράκτης / φράχτης | οι φράκτες / φράχτες |
γενική | του φράκτη / φράχτη | των φρακτών / φραχτών |
αιτιατική | το φράκτη / φράχτη | τους φράκτες / φράχτες |
κλητική | φράκτη / φράχτη | φράκτες / φράχτες |
[cite]