φτώχεια Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φτώχεια https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φτώχεια.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) varfëri ενικός πληθυντικός ονομαστική η φτώχεια οι φτώχειες γενική της φτώχειας αιτιατική τη φτώχεια τις φτώχειες κλητική φτώχεια φτώχειες [cite]