(επίθετο – mbiemër)
fizikant
natyral, natyror
fizik
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | φυσικός | φυσική | φυσικό |
γενική | φυσικού | φυσικής | φυσικού |
αιτιατική | φυσικό | φυσική | φυσικό |
κλητική | φυσικέ | φυσική | φυσικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | φυσικοί | φυσικές | φυσικά |
γενική | φυσικών | φυσικών | φυσικών |
αιτιατική | φυσικούς | φυσικές | φυσικά |
κλητική | φυσικοί | φυσικές | φυσικά |
[cite]