φυσιοδίφης Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φυσιοδίφης https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φυσιοδίφης.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) natyralist ενικός πληθυντικός ονομαστική ο φυσιοδίφης οι φυσιοδίφες γενική του φυσιοδίφη των φυσιοδιφών αιτιατική το φυσιοδίφη τους φυσιοδίφες κλητική φυσιοδίφη φυσιοδίφες [cite]