φυσιοδίφης


φυσιοδίφης

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

natyralist

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φυσιοδίφης οι φυσιοδίφες
γενική του φυσιοδίφη των φυσιοδιφών
αιτιατική το φυσιοδίφη τους φυσιοδίφες
κλητική φυσιοδίφη φυσιοδίφες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *