χλιαρός


χλιαρός

(επίθετο – mbiemër)

i vakët

ενικός
ονομαστική χλιαρός χλιαρή χλιαρό
γενική χλιαρού χλιαρής χλιαρού
αιτιατική χλιαρό χλιαρή χλιαρό
κλητική χλιαρέ χλιαρή χλιαρό
πληθυντικός
ονομαστική χλιαροί χλιαρές χλιαρά
γενική χλιαρών χλιαρών χλιαρών
αιτιατική χλιαρούς χλιαρές χλιαρά
κλητική χλιαροί χλιαρές χλιαρά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *