χυμός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χυμός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χυμός.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) lëng ενικός πληθυντικός ονομαστική ο χυμός οι χυμοί γενική του χυμού των χυμών αιτιατική το χυμό τους χυμούς κλητική χυμέ χυμοί [cite]