αμήχανος


αμήχανος

(επίθετο – mbiemër)

i zënë ngushtë
i sikletosur

ενικός
ονομαστική αμήχανος αμήχανη αμήχανο
γενική αμήχανου αμήχανης αμήχανου
αιτιατική αμήχανο αμήχανη αμήχανο
κλητική αμήχανε αμήχανη αμήχανο
πληθυντικός
ονομαστική αμήχανοι αμήχανες αμήχανα
γενική αμήχανων αμήχανων αμήχανων
αιτιατική αμήχανους αμήχανες αμήχανα
κλητική αμήχανοι αμήχανες αμήχανα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *