αμετάβλητος


αμετάβλητος

(επίθετο – mbiemër)

i pandryshuar

ενικός
ονομαστική αμετάβλητος αμετάβλητη αμετάβλητο
γενική αμετάβλητου αμετάβλητης αμετάβλητου
αιτιατική αμετάβλητο αμετάβλητη αμετάβλητο
κλητική αμετάβλητε αμετάβλητη αμετάβλητο
πληθυντικός
ονομαστική αμετάβλητοι αμετάβλητες αμετάβλητα
γενική αμετάβλητων αμετάβλητων αμετάβλητων
αιτιατική αμετάβλητους αμετάβλητες αμετάβλητα
κλητική αμετάβλητοι αμετάβλητες αμετάβλητα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *