ανάμνηση


ανάμνηση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

kujtim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανάμνηση οι αναμνήσεις
γενική της ανάμνησης / αναμνήσεως των αναμνήσεων
αιτιατική την ανάμνηση τις αναμνήσεις
κλητική ανάμνηση αναμνήσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *