απαλός


απαλός

(επίθετο – mbiemër)

i butë

ενικός
ονομαστική απαλός απαλή απαλό
γενική απαλού απαλής απαλού
αιτιατική απαλό απαλή απαλό
κλητική απαλέ απαλή απαλό
πληθυντικός
ονομαστική απαλοί απαλές απαλά
γενική απαλών απαλών απαλών
αιτιατική απαλούς απαλές απαλά
κλητική απαλοί απαλές απαλά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *