αρκετός


αρκετός

(επίθετο – mbiemër)

i mjaftueshëm

ενικός
ονομαστική αρκετός αρκετή αρκετό
γενική αρκετού αρκετής αρκετού
αιτιατική αρκετό αρκετή αρκετό
κλητική αρκετέ αρκετή αρκετό
πληθυντικός
ονομαστική αρκετοί αρκετές αρκετά
γενική αρκετών αρκετών αρκετών
αιτιατική αρκετούς αρκετές αρκετά
κλητική αρκετοί αρκετές αρκετά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *