ασθενοφόρο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ασθενοφόρο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ασθενοφόρο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) ambulancë ενικός πληθυντικός ονομαστική το ασθενοφόρο τα ασθενοφόρα γενική του ασθενοφόρου των ασθενοφόρων αιτιατική το ασθενοφόρο τα ασθενοφόρα κλητική ασθενοφόρο ασθενοφόρα [cite]