(επίθετο – mbiemër)
i pazakontë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ασυνήθιστος | ασυνήθιστη | ασυνήθιστο |
γενική | ασυνήθιστου | ασυνήθιστης | ασυνήθιστου |
αιτιατική | ασυνήθιστο | ασυνήθιστη | ασυνήθιστο |
κλητική | ασυνήθιστε | ασυνήθιστη | ασυνήθιστο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ασυνήθιστοι | ασυνήθιστες | ασυνήθιστα |
γενική | ασυνήθιστων | ασυνήθιστων | ασυνήθιστων |
αιτιατική | ασυνήθιστους | ασυνήθιστες | ασυνήθιστα |
κλητική | ασυνήθιστοι | ασυνήθιστες | ασυνήθιστα |
[cite]