ασφάλιση


ασφάλιση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

sigurim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ασφάλιση οι ασφαλίσεις
γενική της ασφάλισης / ασφαλίσεως των ασφαλίσεων
αιτιατική την ασφάλιση τις ασφαλίσεις
κλητική ασφάλιση ασφαλίσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *