βία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) dhunë ενικός πληθυντικός ονομαστική η βία – γενική της βίας – αιτιατική τη βία – κλητική βία – [cite]