βίαιος


βίαιος

(επίθετο – mbiemër)

i dhunshëm

ενικός
ονομαστική βίαιος βίαιη βίαιο
γενική βίαιου βίαιης βίαιου
αιτιατική βίαιο βίαιη βίαιο
κλητική βίαιε βίαιη βίαιο
πληθυντικός
ονομαστική βίαιοι βίαιες βίαια
γενική βίαιων βίαιων βίαιων
αιτιατική βίαιους βίαιες βίαια
κλητική βίαιοι βίαιες βίαια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *