(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
pronar toke
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο γαιοκτήμονας | οι γαιοκτήμονες |
γενική | του γαιοκτήμονα | των γαιοκτημόνων |
αιτιατική | το γαιοκτήμονα | τους γαιοκτήμονες |
κλητική | γαιοκτήμονα | γαιοκτήμονες |
[cite]