γδάρσιμο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply γδάρσιμο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/γδάρσιμο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) rrjepje gërryerje ενικός πληθυντικός ονομαστική το γδάρσιμο τα γδαρσίματα γενική του γδαρσίματος των γδαρσιμάτων αιτιατική το γδάρσιμο τα γδαρσίματα κλητική γδάρσιμο γδαρσίματα [cite]