(επίθετο – mbiemër)
liberal
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | φιλελεύθερος | φιλελεύθερη | φιλελεύθερο |
γενική | φιλελεύθερου | φιλελεύθερης | φιλελεύθερου |
αιτιατική | φιλελεύθερο | φιλελεύθερη | φιλελεύθερο |
κλητική | φιλελεύθερε | φιλελεύθερη | φιλελεύθερο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | φιλελεύθεροι | φιλελεύθερες | φιλελεύθερα |
γενική | φιλελεύθερων | φιλελεύθερων | φιλελεύθερων |
αιτιατική | φιλελεύθερους | φιλελεύθερες | φιλελεύθερα |
κλητική | φιλελεύθεροι | φιλελεύθερες | φιλελεύθερα |
[cite]