φλιτζάνι


φλιτζάνι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

filxhan

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φλιτζάνι τα φλιτζάνια
γενική του φλιτζανιού των φλιτζανιών
αιτιατική το φλιτζάνι τα φλιτζάνια
κλητική φλιτζάνι φλιτζάνια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *