φορτηγίδα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φορτηγίδα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φορτηγίδα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) tip trageti i vogël ενικός πληθυντικός ονομαστική η φορτηγίδα οι φορτηγίδες γενική της φορτηγίδας των φορτηγίδων αιτιατική τη φορτηγίδα τις φορτηγίδες κλητική φορτηγίδα φορτηγίδες [cite]