φορτηγίδα


φορτηγίδα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

tip trageti i vogël

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φορτηγίδα οι φορτηγίδες
γενική της φορτηγίδας των φορτηγίδων
αιτιατική τη φορτηγίδα τις φορτηγίδες
κλητική φορτηγίδα φορτηγίδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *