φράγμα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φράγμα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φράγμα.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) digë barrierë ενικός πληθυντικός ονομαστική το φράγμα τα φράγματα γενική του φράγματος των φραγμάτων αιτιατική το φράγμα τα φράγματα κλητική φράγμα φράγματα [cite]