χάος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χάος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χάος.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) kaos rrëmujë ενικός πληθυντικός ονομαστική το χάος – γενική του χάους – αιτιατική το χάος – κλητική χάος – [cite]