χάπι Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χάπι https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χάπι.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) hape pilulë ενικός πληθυντικός ονομαστική το χάπι τα χάπια γενική του χαπιού των χαπιών αιτιατική το χάπι τα χάπια κλητική χάπι χάπια [cite]