χάπι


χάπι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
hape
pilulë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χάπι τα χάπια
γενική του χαπιού των χαπιών
αιτιατική το χάπι τα χάπια
κλητική χάπι χάπια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *