χήρος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χήρος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χήρος.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) i ve vejan ενικός πληθυντικός ονομαστική ο χήρος οι χήροι γενική του χήρου των χήρων αιτιατική το(ν) χήρο τους χήρους κλητική χήρε χήροι [cite]