χαλάκι


χαλάκι


(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
tapet i vogël (që vendoset në banjo apo jashtë derës së shtëpisë)

rrogoz

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χαλάκι τα χαλάκια
γενική
αιτιατική το χαλάκι τα χαλάκια
κλητική χαλάκι χαλάκια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *