(θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.)
çlodhje
pushim
qetësim
relaksim
lirim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η χαλάρωση | οι χαλαρώσεις |
γενική | της χαλάρωσης & χαλαρώσεως | των χαλαρώσεων |
αιτιατική | την χαλάρωση | τις χαλαρώσεις |
κλητική | χαλάρωση | χαλαρώσεις |
[cite]