χειμώνας


χειμώνας

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
dimër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χειμώνας οι χειμώνες
γενική του χειμώνα των χειμώνων
αιτιατική το(ν) χειμώνα τους χειμώνες
κλητική χειμώνα χειμώνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *