χρώμιο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χρώμιο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χρώμιο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) krom ενικός πληθυντικός ονομαστική το χρώμιο τα χρώμια γενική του χρωμίου των χρωμίων αιτιατική το χρώμιο τα χρώμια κλητική χρώμιο χρώμια [cite]