( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
kapacitet
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η χωρητικότητα | οι χωρητικότητες |
γενική | της χωρητικότητας | των χωρητικοτήτων |
αιτιατική | τη χωρητικότητα | τις χωρητικότητες |
κλητική | χωρητικότητα | χωρητικότητες |
[cite]