χωρισμός


χωρισμός

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

ndarje

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χωρισμός οι χωρισμοί
γενική του χωρισμού των χωρισμών
αιτιατική το χωρισμό τους χωρισμούς
κλητική χωρισμέ χωρισμοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *