αλυσίδα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αλυσίδα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αλυσίδα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) zinxhir ενικός πληθυντικός ονομαστική η αλυσίδα οι αλυσίδες γενική της αλυσίδας των αλυσίδων αιτιατική την αλυσίδα τις αλυσίδες κλητική αλυσίδα αλυσίδες [cite]