φάντασμα


φάντασμα


( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

fantazmë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φάντασμα τα φαντάσματα
γενική του φαντάσματος των φαντασμάτων
αιτιατική το φάντασμα τα φαντάσματα
κλητική φάντασμα φαντάσματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *