χήρος


χήρος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

 
i ve
vejan

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χήρος οι χήροι
γενική του χήρου των χήρων
αιτιατική το(ν) χήρο τους χήρους
κλητική χήρε χήροι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *