χερσόνησος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χερσόνησος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χερσόνησος.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) gadishull ενικός πληθυντικός ονομαστική η χερσόνησος οι χερσόνησοι γενική της χερσονήσου των χερσονήσων αιτιατική τη χερσόνησο τις χερσονήσους κλητική χερσόνησε χερσόνησοι [cite]