βοήθεια Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βοήθεια https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βοήθεια.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) ndihmë ενικός πληθυντικός ονομαστική η βοήθεια οι βοήθειες γενική της βοήθειας των βοηθειών αιτιατική τη βοήθεια τις βοήθειες κλητική – βοήθειες [cite]