φεγγάρι


φεγγάρι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

hënë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φεγγάρι τα φεγγάρια
γενική του φεγγαριού των φεγγαριών
αιτιατική το φεγγάρι τα φεγγάρια
κλητική φεγγάρι φεγγάρια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *