φεγγίτης


φεγγίτης

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

dritare papafingoje

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φεγγίτης οι φεγγίτες
γενική του φεγγίτη των φεγγιτών
αιτιατική το φεγγίτη τους φεγγίτες
κλητική φεγγίτη φεγγίτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *